προχωρεῖτε

προχωρεῖτε
προχωρέω
go
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
προχωρέω
go
pres opt act 2nd pl
προχωρέω
go
pres ind act 2nd pl (attic epic)
προχωρέω
go
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
προχωρέω
go
pres opt act 2nd pl
προχωρέω
go
pres ind act 2nd pl (attic epic)
προχωρέω
go
imperf ind act 2nd pl (attic epic)
προχωρέω
go
imperf ind act 2nd pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προχωρώ — προχωρῶ, έω, ΝΜΑ 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα εμπρός (α. «προχωρείτε, παρακαλώ» β. «με φωνήν που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς», Σολωμ. γ. «πρὸς ἐμὴν χεῑρα προχωρῶν», Σοφ.) 2. (για χρόνο) περνώ, κυλώ, φεύγω (α. «η νύχτα είχε προχωρήσει» β. «τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • Βερτόφ, Τζίγκα — (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρώσου σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis Arkadievitch Kaufman, της γνωστής… …   Dictionary of Greek

  • παραμπρός — επίρρ. τοπ. και χρον., πιο μπροστά, στο μέλλον: Προχωρείτε παραμπρός, το λεωφορείο είναι άδειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”